- ουδετεροπενία
- ηιατρ. η ελάττωση τού απόλυτου αριθμού τών πολυμορφοπύρηνων ουδετερόφιλων λευκών αιμοσφαιρίων κάτω από 1.700 κατά κυβικό χιλιοστόμετρο αίματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ. πρβλ. γαλλ. neutropenie < λατ. neuter, -tra, -trum «ουδέτερος» + πενία].
Dictionary of Greek. 2013.